μαντό

μαντό
το
ελαφρό γυναικείο πανωφόρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. manteau < λατ. mantellum «μανδύας»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μαντό — το άκλ. (λ. γαλλ.), ελαφρό γυναικείο πανωφόρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • λελύμαντο — λελύ̱μαντο , λυμαίνομαι cleanse from dirt plup ind mp 3rd pl (epic ionic) λελύ̱μαντο , λυμαίνομαι cleanse from dirt plup ind mp 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλελύμαντο — ἐλελύ̱μαντο , λυμαίνομαι cleanse from dirt plup ind mp 3rd pl (epic ionic) ἐλελύ̱μαντο , λυμαίνομαι cleanse from dirt plup ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”